Γράφει ο Σπάρτακος
Κατ’αρχήν να ξεκαθαρίσουμε,πως η Σωτηρούλα,είδε το φώς του Ηλιου,κάποιες δεκαετίες πρίν,ως στρουμπουλό
αγοράκι,σε μιά μικροαστική οικογένεια της χώρας.Το φτωχόσπιτο γέμισε χαρά,αλλά μιά αδιόρατη απογοήτευση
της μάννας,δεν κατάφερε να μείνει κρυμμένη γιά πολύ.Ετσι,μόλις τα πρώτα μαλλάκια άρχισαν να φαίνονται στο
στρογγυλό κεφαλάκι του μωρού,ένας τεράστιος ρόζ σατινένιος φιόγκος,ήρθε και κατσικώθηκε ακριβώς στη μεσότητα του
κρανίου.Σύντομα οι φιόγκοι γίνανε δυό.Ενας δώθε κι άλλος κείθε.Πάντα τεράστιοι και πάντα σατινένιοι. Κανέναν δεν
παραξένευαν οι φιόγκοι στο αγορίστικο βρεφικό κεφάλι,γιατί η καπάτσα μάννα,είχε έναν τρόπο να περνάει τις
βουλές και τα ‘θέλω’ της,σ’όλο τον περίγυρο. Παρ’όλη την ελλιπή της μόρφωση,ωστόσο ήταν προικισμένη απ’τον Υψιστο,
με περίσσεια πονηριά. Ετσι η πανούργα μάννα,εντόπισε από πολύ πρίν γεννήσει,τον κουμπάρο που θα βάφτιζε τη σπορά
της. Ο κύρ Μάνθος ο γείτονας,είχε τον τρόπο του.Και με τις τράπεζες και με τις γυναίκες και γενικά με τις αρχές.Τι το
ιδανικότερον λοιπόν γιά good father ? Ασε που ο κυρ Μάνθος,’ανταπεξήλθε’ θαυμάσια στην κατοχή,βγήκε ενισχυμένος από
τον Εμφύλιο,παίζοντας βιρτουόζικα και με τις δυό πλευρές.Στη χούντα,’μεγαλούργησε’,αύξησε το βιός του κι αργότερα,
στα χρόνια της ”πλέριας δημοκρατίας”,έβγαλε ΚΑΙ αντιστασιακή σύνταξη.
Ο Σωτηράκης,έβαλε αναγκαστικά παντελονάκια,όταν πήγε στο σχολείο.Δεν γινότανε κι αλλιώς.Οι φιόγκοι,φύγανε
απ’την καούκα,πλύθηκαν,σιδερώθηκαν,κολλαρίστηκαν και μπήκαν στη ρόζ ντουλαπίτσα,μέσα σε μιά κασετίνα με
δεντρολίβανα.Επιστρατεύονταν Κυριακάς,εορτάς και επετείους,όταν ο Σωτηράκης,επισκεπτόταν τον νονό,με την
καπάτσα μάννα τα πρώτα χρόνια,αργότερα ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ.Ο κυρ Μάνθος,ήταν πάντα γενναιόδωρος με τον
αναδεξιμιό.Αρκεί….αρκεί ν’άπαιρνε κι αυτός το κατιτίς του.Στην αρχή,ήταν αθώα τραγουδάκια του Σωτηράκη,πατριωτικού
συνήθως περιεχομένου.Αργότερα,ήταν το ‘υποχρεωτικό’ χειροφίλημα,στο τριχωτό χέρι του νονού.Αργότερα,περάσαμε
στο ‘ξύσε με μανάρι μου στην πλάτη,που δεν φτάνω’.Ε,την συνέχεια,την υποπτεύεσθε.
Ο Σωτηράκης,τέλειωσε το Δημοτικό,πηγαίνοντας καθημερινά,λουλούδια στη δασκάλα ή αυγά στο δάσκαλο,στα
διαλείματα έμενε μέσα και γενικά,ήταν ο απουσιολόγος της τάξης.Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο,ο Σωτηράκης,
ενισχύθηκε απ’τον νονό,με τα δίδακτρα γιά λίγα αγγλικούλια,στο γειτονικό Ινστιτούτο.Με τη δεύτερη πήρε και το
Lower !!!! Με ‘Β’ Παρακαλώ ! Κι εκεί παρέμεινε ως πρός τις εγγλέζικες σπουδές του.
Βάσκανος μοίρα,πήρε ψηλά στους ουρανούς,τον κυρ Μάνθο κάποιο φθινοπωριάτικο μεσημέρι Κυριακής.Από
ανακοπή είπανε.Κάποιοι κουτσομπόληδες,ακόμα λένε,πως βρέθηκε με κατεβασμένα τα σώβρακα και κάποιοι,πιό
ανάλγητοι,πως είδαν το Σωτηράκη,να πηδάει με προφύλαξη,απ’το πίσω μπαλκονάκι της κουζίνας.Οπως και ν’άχει,
η μικροαστική οικογένεια του Σωτηράκη,έπεσε στη μαύρη ‘απορπισιά’,διότο ο ΝΟΝΟΣ,βρήκε να φύγει την χειρότερη
στιγμή.Τώρα που ο Σωτηράκης,ετοιμαζόταν ν’ανοίξει τα φτερά του,γιά το άλμα στην κοινωνία.
Επειδή όμως κανείς δεν χάνεται κι επειδή γιά όλους έχει ο Θεός,η ΚΑΠΑΤΣΑ μάννα,έτρεξε,βρόντηξε,έκλαψε,φίλησε
κατουρημένες ποδιές και κατάφερε κι έχωσε το Σωτηράκη σε ΜΚΟ. Αυτό ήταν !!!! Οι πύλες της ΕΔΕΜ,του Παραδείσου
οι πύλες. Τα υπόλοιπα,ήρθαν με ρυθμούς καταιγίδας : Οδηγός της Υπουργικής BMW,συνοδός της κυρίας υπουργού,
στο GB,Corner και το πρώτο Dry Martini στο πλαινό τραπεζάκι,παρέα με τον Φιλιππινέζο της Μαντάμ.Ωστόσο,το ακόρεστο
μυαλό του Σωτηράκη και το διψασμένο του βλέμμα, ΚΑΤΕΓΡΑΦΑΝ κι ΑΝΤΕΓΡΑΦΑΝ,με λεπτομέρεια,κάθε τι το
ξεχωριστό και το χαιλέ. Δεν υπήρχαν πολυτελείς τσάντες,πανάκριβες γόβες,απλησίαστες μεταξωτές εσάρπες,
οπουδήποτε της ΓΗΣ,από Place Vendome μέχρι τα λαικά παζάρια του Diego Juarez(Madagascar),που ο Σωτηράκης
ν’αγνοούσε την ύπαρξη και τις τις τιμές τους.Αλλο,άν στην ντουλαπίτσα του,υπάρχουν ΜΟΝΟΝ οι πρώτες κατακόκκινες
γόβες,από το κατάστημα της Χαριλάου Τρικούπη. Δικαίωμα στ’όνειρο,έχουνε όλοι.Να μην έχει κι ο Σωτηράκης;
ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Η ιστορία,είναι εντελώς φανταστική,αλλά καθόλου μακρυά απ την πραγματικότητα.
Η πιάτσα,είναι γεμάτη με αναξιοπαθούντα ,δυστυχισμένα Σωτηράκια,που γιά ένα ξεροκόμματο,γιά μιά
προσδοκία κάποιας λουσάτης τσαντούλας,γιά ένα όνειρο που (φεύ) όνειρο μόνο θα παραμείνει.έχουν μετατραπεί
σε εργαλεία,της πιό αδίσταχτης προπαγάνδας.Μιάς προπαγάνδας,που ακόμα κι αυτή των ΝΑΖΙ,φαντάζει
μπροστά της,παιδικό παραμυθάκι.Τότε που η Ilse Κoch,γυρόφερνε έξω από τα κρεματόρια των στρατοπέδων,
γιά να προλάβει μην πεταχτούν στο καμίνι, κάποια δέρματα με τατουάζ.Τα χρησιμοποιούσε βλέπετε,γιά
να φτιάξει γάντια,τσάντες κι αμπαζούρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια για ενα Μπλογγερ,είναι οπως λέει και ο Aaton ,οτι είναι το χειροκρότημα για τους καλλιτέχνες.Αφήστε το σχόλιό σας το χρειαζόμαστε.