Οι ΨΕΠ συνιστούν σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος και απευθύνονται σε εχθρούς, φίλους και ουδέτερους. Επιχειρήσεις που στόχευαν τη λογική και τα συναισθήματα του πλήθους, καθώς και τον επηρεασμό τους μέσα από εξειδικευμένες τεχνικές επίδρασης, όπως είναι η προπαγάνδα, έχουν καταγραφεί αμέτρητες φορές στην ιστορία του πολέμου.
«τῶν δʼ ἀνθρώπων πρὸς τὰ λεγόμενα καὶ αἱ γνῶμαι ἵστανται» [2]
[διότι οι κρίσεις των ανθρώπων επηρεάζονται από ό,τι ακούν]
Ξεκινώντας, πρέπει να διευκρινίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στην προπαγάνδα δεν εννοούμε μόνο τη διασπορά ψευδών μηνυμάτων, όπως έχει επικρατήσει λανθασμένα. Αποσαφηνίζουμε ότι η πολεμική προπαγάνδα διακρίνεται σε τρεις μορφές εκ των οποίων η πρώτη ασχολείται καθαρά με τη χρήση αληθινών γεγονότων (βλέπε λίστα ) :
Π Ο Λ Ε Μ Ι Κ Η Π Ρ Ο Π Α Γ Α Ν Δ Α
- ΛΕΥΚΗ = ΧΡΗΣΗ ΑΛΗΘΙΝΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
- ΓΚΡΙΖΑ = ΧΡΗΣΗ ΜΙΣΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
- ΜΑΥΡΗ = ΧΡΗΣΗ ΨΕΥΔΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Με μια γενική έννοια, προπαγάνδα είναι το είδος επικοινωνίας (με αληθινά ή ψεύτικα μηνύματα) το οποίο σκοπεύει να πείσει ένα συγκεκριμένο ακροατήριο να διαμορφώσει κάποιες συμπεριφορές ή να αλλάξει στάσεις και απόψεις γύρω από ένα θέμα [3]. Ό,τι ακριβώς περιλαμβάνεται και στον ορισμό των ΨΕΠ:
«Σχεδιασμένες ψυχολογικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της ειρήνης και του πολέμου κατευθυνόμενες σε εχθρικές, φίλιες ή ουδέτερες κοινωνικές ομάδες, με σκοπό να δημιουργήσουν τέτοια στάση και συμπεριφορά, ώστε να μας ευνοούν στην επίτευξη πολιτικών και στρατιωτικών αντικειμενικών σκοπών».
Στην αρχαία Ελλάδα οι ΨΕΠ αποσκοπούσαν κυρίως στην εξασθένιση της θέλησης του εχθρού να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις,καθώς και στην εξαπάτηση. Οι επιχειρήσεις αυτές διακρίνονταν σε στρατηγικό και σε τακτικό επίπεδο.
Κλασικό είναι το παράδειγμα από την περίοδο των Μηδικών και συγκεκριμένα προ της, καθοριστικής σημασίας, ναυμαχίας στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ. Εκείνη την περίοδο οι Πέρσες είχαν εντάξει στη δύναμή τους πολεμικά πλοία και πληρώματα από τις περιοχές της Ιωνίας καθώς και από τις πόλεις που είχαν «μηδίσει». Ο Θεμιστοκλής στοχεύοντας τη διάσπαση της ενότητας της δύναμης των περσικών ναυτικών δυνάμεων θέλησε να διασπείρει την αμφιβολία στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας του εχθρού. Για το σκοπό αυτό φρόντιζε να αφήνει γραπτά ανοικτά μηνύματα σε πηγές όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός των πληρωμάτων του στόλου και να χρησιμοποιεί λέξεις (μέσα της τεχνικής επίδρασης), οι οποίες δημιουργούσαν ποικίλα συναισθήματα σε όσους τα διάβαζαν. Μέσω των λέξεων «έστελνε» το ξεκάθαρο μήνυμα να μην έλθουν αντιμέτωποι Έλληνες εναντίον Ελλήνων (όσοι, με τη βία ή όχι, στρατολογήθηκαν από τον Περσικό Στρατό). Η επιχείρηση υπήρξε απόλυτα επιτυχής διότι, όταν οι Πέρσες ενημερώθηκαν από τους υπόλοιπους συμμάχους τους για το περιεχόμενο της «Θεμιστόκλειας προπαγάνδας», αντιμετώπισαν με καχυποψία πλέον τους Έλληνες υποτελείς τους.
Έναν περίπου αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ασία, κάθε φορά που ο Μέγας Αλέξανδρος πληροφορούνταν από τους μάντεις ότι τα σφάγια είναι ευοίωνα [4], φρόντιζε να τα περιφέρουν και να τα επιδεικνύουν στους στρατιώτες, ώστε να επιδρά θετικά στο στράτευμα η πληροφορία σε συνδυασμό με την εικόνα στην εμψύχωσή του και στην πίστη του για αίσια έκβαση της επικείμενης μάχης [5].
Πολύ μεταγενέστερα, και ενώ οι ΨΕΠ συνέχισαν να αποτελούν «φαρμακερά βέλη στη φαρέτρα» των κατά καιρούς αντιπάλων δυνάμεων, η περίοδος της κλασικής αρχαιότητας αποτέλεσε το πρότυπο για την εξέλιξή τους. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ, το Λονδίνο ήταν γεμάτο από λεωφορεία με αφίσες οι οποίες έδειχναν αποσπάσματα από τον επιτάφιο λόγο του Περικλή, ώστε να υπενθυμίσουν στον βρετανικό λαό τις αξίες για τις οποίες πολεμούσαν [6].
Αργότερα, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία ανέπτυξαν δυναμική και επιθετική προπαγάνδα την περίοδο πριν από τον Β΄ ΠΠ, ενθαρρύνοντας τον φανατισμό με νέα τεχνολογικά μέσα όπως το ραδιόφωνο.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρξαν αναμφισβήτητα πολλές ψυχολογικές παράμετροι, οι οποίες μπορούσαν να ανατρέψουν ακόμη και την επιτυχή έκβαση μιας πολεμικής αναμέτρησης. Αρκετές φορές τα στρατεύματα ή τα πληρώματα δεν εκτιμούσαν σωστά τον κίνδυνο κι αδιαφορούσαν για τα μέτρα προφύλαξης και αντιμετώπισης. Από την άλλη, ήταν δυνατό να υπερεκτιμήσουν τον αντίπαλο (διασπορά φημών και μύθων περί αήττητου ή δήθεν δυσμένειας των θεών), να δειλιάσουν ή και να φοβηθούν να αποτολμήσουν οτιδήποτε. Σε αυτό το σημείο αναλάμβανε να παίξει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο αυτός που ηγείτο της εκστρατείας, ο στρατηγός ή ο ναύαρχος. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε, καταστρώνοντας την επιχειρησιακή του σχεδίαση, να λαμβάνει υπόψη και τις περιπτώσεις ψυχολογικού επηρεασμού. Όφειλε να γνωρίζει τον τρόπο που θα παρουσίαζε τον αντίπαλο στο στράτευμά του, εμφανίζοντάς τον κυρίως ως αδύναμο (χωρίς να τον εκμηδενίζει) και ποτέ ως φοβερό και επιβλητικό, εμπνέοντας έτσι και εμψυχώνοντας, αλλά και, κατά κάποιον τρόπο, δημιουργώντας ισορροπία στα συναισθήματα των ανδρών του.
Σύνηθες φαινόμενο πριν από μια ναυμαχία ή μάχη ήταν ο προτρεπτικός λόγος του ηγέτη (στρατηγού, ναυάρχου) προς τους άνδρες του. Ο λόγος αυτός ξεκινούσε πρώτα με μια επίκληση προς τους θεούς, με αναφορά στους προγόνους και στη συνέχεια προχωρούσε στον απολογισμό της κατάστασης, με διάφορες λύσεις και προτάσεις και κατέληγε με την προσπάθεια για εμψύχωση όλων και την εξασφάλιση για μια βεβαία νίκη. Από τους πλέον χαρακτηριστικούς αλλά και χαρισματικούς λόγους ηγέτη υπήρξε διαχρονικά ο περίφημος «Επιτάφιος Λόγος» του Περικλή, ο οποίος, εξυμνώντας τις λαμπρές πράξεις των προγόνων που έφεραν την πατρίδα σε τέτοιο σημείο δύναμης, κινητοποίησε τους Αθηναίους στην πολεμική προσπάθεια.
«…Περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἶδέ τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα
τινά εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν» [7].
[…Για μια τέτοια πατρίδα και για να μην επιτρέψουν να τους τη στερήσουν, οι γενναίοι αυτοί σκοτώθηκαν στη μάχη και όσοι ζούμε φυσικό είναι να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οτιδήποτε για χάρη της].
Σε περιπτώσεις που η πόλη-κράτος διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα τους άλλους δύο γενικούς παράγοντες [8] (πολιτικούς και οικονομικούς) δεν ήταν δύσκολο ο ψυχολογικός παράγοντας να αναδειχθεί με το λόγο του ηγέτη σύμφωνα με τους επιθυμητούς σχεδιασμούς.
Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούμε –συχνά– ότι το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται ακόμα και σε περιπτώσεις που, ενώ οι άλλοι δυο γενικοί παράγοντες έχουν καταρρεύσει, η νίκη να δείχνει αμφίβολη.
Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα χειρισμού ανάλογων καταστάσεων συνέβη κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία όταν οι άνδρες του στρατηγού Νικία [9], αποθαρρυμένοι από την ήττα τους στη ναυμαχία των Συρακουσών και ταλαιπωρημένοι από την έλλειψη τροφίμων, δεν είχαν σκοπό να συνεχίσουν. Ο Νικίας, παρά το γεγονός ότι ήταν αντίθετος αρχικά με το όλο πνεύμα της εκστρατείας κατά των Συρακουσών και ήταν βαριά άρρωστος (έπασχε από νεφρίτιδα, ζήτησε να αντικατασταθεί αλλά οι Αθηναίοι αδιαφόρησαν), συγκέντρωσε τους άνδρες και τους μίλησε με έναν πολύ ενθαρρυντικό λόγο ώστε να ξαναμπούν με νικηφόρα ψυχολογία ξανά στη μάχη. Επειδή τότε τα περισσότερα αθηναϊκά πλοία είχαν καταστραφεί από τον εμβολισμό πλώρη με πλώρη που χρησιμοποιούσαν οι Κορίνθιοι, ο Νικίας, μεταξύ άλλων, τους πρότεινε μέτρα αντιμετώπισης όπως τη «σιδηρά χείρα» [10], και τους αναπτέρωσε το ηθικό ξαναζωντανεύοντας ελπίδες. Η ελπίδα ήταν και είναι συναίσθημα ζωτικής σημασίας· αν χανόταν μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την αποστολή.
«Τὰ δὲ πολλά πρὸς τὰς ἐπιχειρήσεις ἡ μεγίστη ἐλπὶς μεγίστην καὶ τὴν προθυμίαν παρέχεται» [11].
[Ως επί το πλείστον άλλωστε, η μεγίστη ελπίδα εμπνέει και τον μέγιστο ζήλο σε κάθε επιχείρηση].
Για το λόγο αυτό, ακόμη κι αν οι ενδείξεις για την έκβαση μιας μάχης ή ναυμαχίας δεν ήταν αίσιες, αυτές έπρεπε να κρατηθούν μυστικές και στη θέση τους να τοποθετηθούν άλλες ενδείξεις που θα προοιώνιζαν τη νίκη. Κατά τη ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.), ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος, την ημέρα που είχε την ηγεσία, είδε ένα όνειρο. Ο μάντης ερμήνευσε ότι οι στρατηγοί θα νικήσουν, αλλά θα σκοτωθούν. Η ερμηνεία του ονείρου δεν έπρεπε να αναγγελθεί στα πληρώματα ως είχε και οι στρατηγοί αποφάσισαν να αποκρύψουν τον θάνατό τους και να τους πληροφορήσουν μόνο για τη νίκη τους [12].
Ένα μήνυμα, ψεύτικο ή αληθινό, συνήθως περιλαμβάνει λέξεις-κλειδιά που φορτίζουν συναισθηματικά και αποσκοπούν στην άμεση αντίδραση των αποδεκτών. Μεταξύ των λέξεων αυτών (όπως π.χ. πατρίδα, ελευθερία, κ.λπ.) δύναται να υπάρχουν και έντονες λέξεις οι οποίες προκαλούν αρνητικά συναισθήματα όπως, για παράδειγμα, οι ύβρεις, ώστε η μετάδοση ενός μηνύματος να γίνεται περισσότερο προσωπική. Κάτι τέτοιο στοχεύει στην αποτελεσματικότερη διαμόρφωση συναισθημάτων. Από το β΄ βιβλίο των Ιστοριών του Ηροδότου (102) αντλούμε μια πληροφορία πολύ ενδιαφέρουσα που ταυτόχρονα προκαλεί κι έκπληξη για τη διαχρονικότητά της. Ο Φαραώ της Αιγύπτου Σέσωστρις όποτε συναντούσε έναν γενναίο εχθρό που πολεμούσε με ανδρεία για την ελευθερία του, έστηνε στήλες πάνω στις οποίες ανέφερε το όνομά του· σε αντίθετη περίπτωση, πρόσθετε στις στήλες απεικονίσεις γυναικείων γεννητικών οργάνων, θέλοντας να δείξει ότι οι κάτοικοι της πόλης ήταν… άνανδροι.
Τέχνη ήταν, επίσης, όχι μόνον ο ενθαρρυντικός λόγος του ηγέτη (στρατηγού,ναυάρχου) αλλά και η αλήθεια και το ψέμα και ο τρόπος παρουσίασής τους.
«Οὕτω πολλάκις συνήνεγκεν καὶ τοὺς φιλίους ἅμα τοῖς πολεμίοις ἐξαπατῆσαι, τοῖς μὲν τὰ κρείττω, τοῖς δὲ τὰ χείρω ψευδόμενον» [13].
[Συμφέρει πολλές φορές να λέμε ψέματα και στους δικούς μας και στους εχθρούς· στους πρώτους ευχάριστα, στους δεύτερους δυσάρεστα].
Η αλήθεια δεν ήταν πάντοτε ευχάριστη όταν ακουγόταν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Μπορούσε όμως να γίνει ευχάριστη με ένα ψέμα. Και όταν το ψέμα αυτό επιδρούσε θετικά, τότε έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα άρα, αυτομάτως, έπαυε να είναι ψέμα! Αναλυτικότερα:
α) Ψεύτικη είδηση που αποδυναμώνει τις Εχθρικές Δυνατότητες.
Όταν, κατά τη διάρκεια μιας ναυμαχίας, επικρατεί η πληροφόρηση ότι ο αντίπαλος στόλος χάνει δυνάμεις ή ότι ο αντίπαλος που ηγείται είναι νεκρός (ή οτιδήποτε σοβαρά μειονεκτικό που αφορά τον αντίπαλο) αποσκοπεί στη μείωση ηθικού και μαχητικής ισχύος του εχθρού προκαλώντας σύγχυση. Ως παράδειγμα θα αναφερθούμε στη ναυμαχία της Μυκάλης (479 π.Χ.). Όταν οι Έλληνες ναυμαχούσαν στη Μυκάλη και δέχονταν πλήγματα από τους εχθρούς, οι Ίωνες μήδιζαν από φόβο. Τότε ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λεωτυχίδης χάλκευσε μια είδηση, ότι δήθεν οι Έλληνες νίκησαν στις
Πλαταιές. Οι Ίωνες μόλις το άκουσαν αναθάρρησαν και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Έλληνες. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να κερδίσουν, αλλά και η ίδια η τύχη φρόντισε να επαληθευθεί η νίκη στη μάχη των Πλαταιών! [14]
β) Ψεύτικη είδηση που εξαλείφει τις Εχθρικές Δυνατότητες
Μια κατασκευασμένη ψευδής είδηση μπορούσε να στοχεύσει στην εξάλειψη και στην ολοσχερή καταστροφή ενός ήδη αποδυναμωμένου στρατεύματος, το οποίο βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, ή είχε κουραστεί και ετοιμαζόταν να οπισθοχωρήσει, ή είχε ηττηθεί και απέμενε μόνο να παραδοθεί.
Όταν οι Αθηναίοι έχασαν την τελευταία ναυμαχία στη Σικελία (413 π.Χ.) αποφάσισαν να φύγουν νύκτα. Οι Συρακούσιοι ενθουσιασμένοι από τη νίκη τους τέλεσαν επινίκιες θυσίες και ύστερα από το πολύ ποτό κοιμήθηκαν. Ο Συρακούσιος στρατηγός Ερμοκράτης δεν ήθελε να αφήσει τους Αθηναίους να διαφύγουν την ώρα που Συρακούσιοι κοιμούνταν. Έστειλε στο αθηναϊκό στρατόπεδο υπό τη συνοδεία ιππέων μερικούς δήθεν φίλους των Αθηναίων με σκοπό να ειδοποιήσουν τον
Νικία:
«Μὴ ἀπάγειν τῆς νυκτός τὸ στράτευμα ὡς Συρακοσίων τὰς ὁδοὺς φυλασσόντων, ἀλλά καθʼ ἡσυχίαν τῆς ἡμέρας παρασκευασάμενων ἀποχωρεῖν» [15].
[Να μην αποσύρει τον στρατό τη νύκτα, διότι τάχα οι Συρακούσιοι φύλαγαν τους δρόμους, αλλά ν’ αναχωρήσει την ημέρα, αφού ετοιμαστεί με την ησυχία του].
Ο Νικίας έπεσε στην παγίδα, το πίστεψε, και περίμενε να ξημερώσει για να αποχωρήσει το στράτευμα. Το πρωί όμως οι Συρακούσιοι, που είχαν πλέον αναλάβει τις δυνάμεις τους, έπιασαν τις διαβάσεις των ποταμών και τις γέφυρες και σκόρπισαν τον όλεθρο στους Αθηναίους [16].
γ) Ψεύτικη είδηση που τροφοδοτεί τις Εχθρικές Δυνατότητες
Η ψεύτικη είδηση, στην υπηρεσία του ψυχολογικού πολέμου, μπορεί μεταξύ άλλων να προκαλέσει βαθιά ικανοποίηση στον εχθρό, με σκοπό να τον παραπληροφορήσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η ψεύτικη είδηση/παραπληροφόρηση που χρησιμοποίησε ο Θεμιστοκλής για να ενισχύσει τις περσικές δυνάμεις όχι μόνο με ελπίδα για τη νίκη, αλλά με υπέρτατη αλαζονεία. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι, με την «επιχείρηση Σίκκινος» [17], παραπλάνησαν τον Ξέρξη και τον ανάγκασαν να αλλάξει τα σχέδιά του και να ναυμαχήσει σε ένα πεδίο που ήταν ακατάλληλο γι’ αυτόν. Το κλειδί στην παραπληροφόρηση ήταν ότι είπε στον αντίπαλο αυτά που ήθελε να ακούσει. Τροφοδότησε την υπεροψία του, ικανοποίησε τον εγωισμό του και τον παρέσυρε να αναμετρηθεί σε μη ευνοϊκό τόπο και χρόνο. Η χρήση των ψευδών ειδήσεων απαιτούσε δεξιοτεχνία. Δεν ήταν δύσκολο «σπουδαία λόγια» από κακό χειρισμό να φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Υπήρχαν περιπτώσεις που για την καλύτερη λειτουργία του στρατού/στόλου έπρεπε να ακουστούν λόγια ικανά να προκαλέσουν όχι εμψύχωση αλλά φόβο. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι:
«τοὺς μὲν γὰρ δειλούς ἀνδρείους ποιεῖ, τοὺς δὲ θρασεῖς προμηθεῖς» [18].
[Ο φόβος κάνει δειλούς τους γενναίους και τους θρασείς προνοητικούς].
Η παραπάνω ρήση, όπως και εν γένει κάθε ρήση, εγκυμονούσε κινδύνους αν ο χειρισμός της πληροφόρησης/προπαγάνδας δεν ήταν προσεκτικός. Μπορούσαν να συμβούν δύο τινά:
α) να τρομοκρατηθούν τόσο από τον αντίπαλο, ώστε να μη θέλουν να αποτολμήσουν τίποτα ή
β) να περιφρονήσουν τόσο τον εχθρό, ώστε να μη λάβουν καμία προφύλαξη. Για το λόγο αυτό η ικανότητα του ηγέτη (στρατηγού, ναυάρχου) δοκιμαζόταν από τη γνώση και των δύο περιπτώσεων ώστε να βρίσκει την κατάλληλη στιγμή να παρουσιάσει τον αντίπαλο ως αδύναμο ή ως επιβλητικό.
Σημαντική θέση είχε και η εικόνα ως μέσο τεχνικής επίδρασης. Τα σύμβολα/εμβλήματα (θρησκευτικά, πολιτικά, κ.λπ.) δημιουργούσαν έμπνευση. Η χρήση τους ήταν μια συνήθεια, η οποία έπαιρνε τη μορφή άγραφου νόμου, μέσω της οποίας αναπτύσσονταν ισχυροί δεσμοί μεταξύ των στρατιωτών/πληρωμάτων και συνέβαλλε στην εξύψωση του ηθικού τους. Ισχυρή επιρροή είχαν και στους πληθυσμούς.
Όταν ο Επαμεινώνδας οδήγησε 6.000 Θηβαίους κατά 40.000 Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, οι Θηβαίοι φοβήθηκαν μπροστά στο πλήθος των αντιπάλων τους. Για να τους αναζωπυρώσει την ελπίδα, έφερε τη νύχτα έναν τεχνίτη, ο οποίος αλλοίωσε το ξόανο της θεάς Αθηνάς. Αρχικώς, το άγαλμα παρουσίαζε τη θεά να κρατά στο δεξί χέρι ένα δόρυ, ενώ η ασπίδα της ήταν ακουμπισμένη μπροστά στα πόδια. Ο τεχνίτης παρουσίασε τη θεά να κρατά την ασπίδα από τη λαβή. Όταν οι στρατιώτες αντίκρισαν το αλλοιωμένο άγαλμα, έμειναν κατάπληκτοι καθώς πίστεψαν πως η θεά είχε εξοπλιστεί κατά των εχθρών. Έτσι οι Θηβαίοι πήραν θάρρος, αγωνίστηκαν με γενναιότητα και επικράτησαν [19].
Εικόνες με έντονη επιρροή αποτελούσαν τα σφάγια των θυσιών. Όσα ήταν ευοίωνα, έπρεπε να είναι ορατά από όλους στο στράτευμα. Στην αντίθετη περίπτωση, η δυσμενής εικόνα αποκρυβόταν και στη θέση της ανακοινωνόταν η ψεύτικη είδηση, ότι η έκβαση της εκστρατείας (μάχης, ναυμαχίας) θα είχε αίσιο τέλος. Η εικόνα επηρέαζε ποικιλοτρόπως και είχε ευρεία ανάπτυξη δυνατοτήτων. Ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων Αγησίλαος (442-358 π.Χ.), σε μάχη κατά των Βοιωτών που κυλούσε αμφίρροπα, έστειλε τα μεσάνυχτα τους πιο πιστούς οπλίτες του με τη διαταγή να καλύψουν με χώμα όσους νεκρούς Σπαρτιάτες μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Οι οπλίτες τελείωσαν το έργο τους πριν ξημερώσει. Το αποτέλεσμα ήταν, όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα, οι Βοιωτοί να δουν ότι οι νεκροί Σπαρτιάτες ήταν ελάχιστοι σε σχέση με τους δικούς τους. Αυτή η εικόνα επέφερε απογοήτευση κι έχασαν το ηθικό τους, πιστεύοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν πολύ κοντά στη νίκη [20].
Το εύρος που καλύπτουν οι ψυχολογικές επιχειρήσεις στην αρχαία Ελλάδα είναι αρκετά μεγάλο. Η χρήση των τεχνικών επίδρασης σε συνδυασμό με την εκτίμηση των πληροφοριών απαιτούσε ιδιαίτερο χειρισμό, και από τα γεγονότα αντιλαμβανόμαστε τη σημασία που είχε ο τομέας αυτός ήδη από εκείνη την εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια για ενα Μπλογγερ,είναι οπως λέει και ο Aaton ,οτι είναι το χειροκρότημα για τους καλλιτέχνες.Αφήστε το σχόλιό σας το χρειαζόμαστε.